ξεκομμένος

ξεκομμένος
η , ο
1) оторванный; отсечённый; отрезанный; 2) отставший, заблудившийся (о скоте);

§ τιμή ξεκομμένη — окончательная цена


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεκομμένος" в других словарях:

  • ξεκομμένος — η, ο [ξεκόβω] 1. αποχωρισμένος, αποσπασμένος 2. απομονωμένος, μεμονωμένος. επίρρ... ξεκομμένα 1. σύντομα και απερίφραστα («τού τό πα ξεκομμένα») 2. αμετάκλητα …   Dictionary of Greek

  • ξεκόβω — ξεκόβω, ξέκοψα, ξεκομμένος βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκόβω — και ξεκόφτω ξέκοψα, ξεκομμένος 1. μτβ., αποσπώ κάποιον, απομακρύνω: Τον ξέκοψαν από το σχολείο. 2. αμτβ., απομακρύνομαι, σταματώ να συχνάζω κάπου, απέχω: Ξέκοψε τελευταία από την παρέα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»